- φαλακρότητα
- η / φαλακρότης, -ητος, ΝΜΑ [φαλακρός]έλλειψη τριχών από την κεφαλή, φαλάκρααρχ.1. στιλπνότητα2. μτφ. (για γη) έλλειψη βλάστησης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαλακρότητα — η 1. η έλλειψη τριχών από το κεφάλι, η φαλάκρα. 2. μτφ., αβλαστησία, γυμνότητα από φυτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαλακρότητα — φαλακρότης baldness on the crown fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατριχία — η 1. βιολ. έλλειψη τριχών από την επιδερμίδα 2. (για ανθρώπους) φαλακρότητα … Dictionary of Greek
λειότητα — η (AM λειότης, ητος) [λείος] 1. το να είναι κάτι λείο, ομαλότητα επιφάνειας, σε αντιδιαστολή με την τραχύτητα («σπλάγχνων τε λειότητα», Αισχύλ.) 2. στιλπνότητα, γυαλάδα αρχ. 1. (για τη φωνή ή για την προφορά) καθαρότητα, γλυκύτητα, απαλότητα 2.… … Dictionary of Greek
μαδαρότης — μαδαρότης, ητος, ἡ (Α) [μαδαρός] 1. η ιδιότητα τού μαδαρού, η φαλακρότητα 2. η πτώση τών τριχών τών βλεφάρων … Dictionary of Greek
ψεδνότης — ητος, ἡ, Α [ψεδνός] (για πρόσ.) φαλακρότητα … Dictionary of Greek
φαλάκρα — φαλάκρα, η και φαράκλα, η και καράφλα, η 1. έλλειψη τριχών από ολόκληρο το κεφάλι ή από μέρος του, φαλακρότητα, ατριχιά. 2. το τμήμα του κρανίου που έχει απομείνει γυμνό από τρίχες: Η φαλάκρα του γυαλίζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)